- αγκαθιώνας
- οτόπος γεμάτος αγκάθια: Βρέθηκαν σ' έναν τέτοιο αγκαθιώνα που δυσκολεύτηκαν να βγουν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αγκαθιώνας — ο [αγκάθι] τόπος γεμάτος αγκάθια … Dictionary of Greek
αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… … Dictionary of Greek
αγκαθότοπος — ο και τόπι, το ο αγκαθιώνας* … Dictionary of Greek
ακανθών — ἀκανθών, ο (Α) [ἄκανθα] τόπος με φυτά που έχουν αγκάθια, αγκαθιώνας, αγκαθότοπος … Dictionary of Greek